- γόμος
- ο1. γέμιση μαξιλαριού ή στρώματος: Έβαλε γόμο στο μαξιλάρι πούπουλα.2. γέμιση φαγητού: Έβαλα γόμο στην πάπια ρύζι και κιμά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γόμος — ship s freight masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμος — ο (AM γόμος) [γεμώ] μσν. νεοελλ. (στη μαγειρική) γέμιση, παραγέμισμα νεοελλ. 1. υλικό με το οποίο γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κ.λπ. 2. γόμωση πυροβόλου όπλου αρχ. 1. φορτίο πλοίου 2. φορτίο υποζυγίου … Dictionary of Greek
γόμοι — γόμος ship s freight masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμοις — γόμος ship s freight masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμον — γόμος ship s freight masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμου — γόμος ship s freight masc gen sg γομόω load pres imperat act 2nd sg γομόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμους — γόμος ship s freight masc acc pl γομόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμων — γόμος ship s freight masc gen pl γομόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γομόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόμῳ — γόμος ship s freight masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέργομος — ον, ΜΑ παραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ. β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά γομος] … Dictionary of Greek